παιγνιαγράφος

παιγνιαγράφος
παιγνιαγράφος
writer of playful poetry
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιγνιαγράφος — παιγνιαγράφος, ὁ (Α) αυτός που γράφει παιγνιώδη, εύθυμα ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παίγνια + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • παιγνιαγράφου — παιγνιαγράφος writer of playful poetry masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”